<<

λά̄θω
λά̄ϊγγες
λά̆ϝα
λάβρος
λάβρᾱξ
λάγανον
λάγδην
λάγνος
λάγυνος
λάζομαι
λάζομαι aus
λάζυμαι
λάθρη
λάθρᾱ Adv
λάκη
λάκκος
λάκος
λάκτις
λάλος
λάμια
λάμος
λάμπειν
λάμποντα Hes
λάμπω
λάξ
λάπαθος
λάπτω
λάρκος
λάρναξ
λάρος
λάρυγξ
λάσθη
λάσιος
λάσκω
λάστη
λάταξ
λάτρις
λάτρον
λάφῡρον
λάχανα Hes
λάχανον
λάχανον ἄγριον Hes
λάχνη
λάχνος
λάψαι
λάψομαι
λάω
λα
   leu-2
   las-
   dl̥kú- (?)
λᾰ
λᾰ̄ϝαρ als Grundlage
λαβρ
λαβρεύομαι
λαβροῦσθαι
λαγ
λαγ-ωός
λαγ-ώς
λαγάσσαι
λαγαρός
λαγγεύαι
λαγγών
λαγνεία
λαγνεύειν
λαγωούς
λαγωός
λαγός
λαγών
λαγώς
λαδδουσθη umgebildet
λαθι-κηδής
λαθρός
λαιδρός
λαιμός
λαιός
λακ
λακερός Hes
λακσμος
λακτίζω
λακυ̯ος
λακίζω
λακίς
λαλαγή
λαλέω
λαλία
λαμβάνω
λαμπάς
λαμπρόν
λαμπρόν Hes
λαμπρός
   lā[i]p-, ləip-, ləp-
   dheu-3
λαμπρός Hes
λαμπρύνει Hes
   bhel-1, balto-slav. auch bhelə-
   bher-5
λαμπρῦναι Hes
λαμπρῶς Hes
λαμυρός
λανθάνω
λαξ
λαος
λαπάζω
λαπάρα
λαπάττω
λαπαρός
λαπιστής
λαπίζω
λαρ
λασ
λασι̯ομαι
λατάσσω ds
λαταγέω
λατομεῖν
λατρεύς
λατρέυω
λαυκανίη
   lauk(o)- (ləuk-)
   (s)leug-, (s)leuk-
λαυστήρ
λαφής
λαφύσσω
λαχαίνω
λαχμός
λαϝι̯ον
λαίθ
λαός
λαύρα
λαύρη
λαύστρανον
λαῖον
   lāu-
   leu-2
λαῦρον
λε
λεβηρίς
λειμών
   el-8, elē̆i-, lē̆i-
   gʷei̯-3 und gʷei̯ə- : gʷ(i)i̯ē- : gʷ(i)i̯ō- : gʷī-, häufig mit -u- erweitert
λειρός
λειρώς
λειχήν
λεκάνη
λεκσ
λελουχυῖα
λελίημαι
λεμος
λεμής
λεοίτᾱν
λεπάς
λεπαρός
λεπαῖος
λεπτόν Hes
   ter-2, teru-
   men-4
λεπτός
λεπτύνω
λεπίς
λευγαλέος
λευκανίη
λευκὴ γαλήνη
λευκο-φόρος
λευκούς Hes
λευκή Hes
λευκίσκος Fischnamen
λευκόν
λευκός
λευκός Hes
λευστήρ
λεχὼ γενομένη Hes
λεχώ
λείμαξ
λείοι
λείοντι usw
λείπω
λείχω
λείψανον ds
λείω
λείως Adv
λείᾱ
λεύσσω
λεύσσω als
λεύω
λεῖμμα
λεῖος
λεῦκος
λη
ληδεῖν
ληκέω dor
ληκᾆν
ληκῆσαι
λημι
λην
ληναί
ληνίς
ληρεῖ Hes
   bh(e)lāg-
   (s)p(h)elg-
ληροῦντα Hes
ληρέω
λησταί
ληυσ
ληϊστήρ
ληϝο
ληϝος
   lē[i]-1 : ləi-
   lēu-2 : ləu-
ληΐζοoμαι
ληΐη und ληΐς
ληΐστωρ
λθον
λι
   lē[i]-1 : ləi-
   las-
λιάζομαι
λιαρός
λιγαίνει
λιγξ undεἴλιγγος
λιδ
λικερτίζειν
λικμάω
λικμητήρ
λικμός
λικμᾆν Hes
λικμᾷ Hes
λικριφίς
   ambhi,m̥bhi
   el-8, elē̆i-, lē̆i-
λικροί Hes
λικρόι
λιλαίομaι
λιμηρά Hes
λιμηρές
λιμπάνω
λιμήν
λινδι̯ω
λινδέσθαι
λινεύς
λινό
λιξ
λιος
λιπαρός
   leip-1
   i̯ē̆kʷ-r̥(t-), Gen. i̯ekʷ-n-és
λις
λισγάριον
λισσὴ πέτρα
λισσωμεν
λιστρεύω
λιστρίον
λιστρόω
λιτανεύω
λιχανός
λιχι̯α
λιχνεύω
λιχριφίς
λιψουρία
λλ
   kel-4 und kāl-
   kel-6, k(e)lē-, k(e)lā- oder kl̥̄-?
λλον
λν
λξ einzusetzen
λξ mit αυ
λο
   dhreu-
   lou-, lou̯ə-
λο für λα
λοβός
λογον
λογίζομαι
λοετρόν
λοι
λοιγός
λοιδορεῖν
λοιδορεῖν Hes
λοιδορεῖσθαι
λοιδορούμεθα Hes
λοιδορούμενα Hes
λοιδορέω
λοιδορίαι Hes
λοιδορίας Hes
λοιμός Hes
λοιπόν
λοιπός
λοιτεύειν
λον
λοξός
λοπάς
λοπίς
λοπός
   lep-2
   aig-2
λορδοῦν
λορδός
λος
   solo-, sol(e)u̯o-
   ank-2,ang-
   u̯el-7, u̯elə-, u̯lē-
   u̯el-5, u̯elə-
   pezd-
λουνόν
λουτρόν
λουτῆρα
λοχος
λοχός
λοχᾱγός
λοίγιος
λοίδοροι
λοίδορος
   leid-
   (s)ker-4, (s)kerə-, (s)krē-
λοίσθιος ds
λοίτη
λούσω
λούω
λοῖσθος
λοῦγος
λοῦσσον
λυ
λῡγαῖος
λῡμαίνομαι
λῡπέω
λῡτός
   leu-2
   gʷou-
λυγγάνομαι Hes
λυγγμός
λυγκαίνω ds
λυγκός
λυγμός
λυγρός
λυγίζω
λυκάβᾱς
λυκεῖον
λυκτο-πέδη
λυκό
λυκόφως
λυμαίνεσθαι
λυμνός
λυμήνασθαι
λυπτά
λωβάομαι
λωγάνιον
λωγάς
λωπίον
λωφᾆν
λωΐτερον
λέβινθοι
   lē̆b-, lō̆b-, lāb-, leb-
   eregʷ(h)o-, erogʷ(h)o-
λέγαι δὲ γυναῖκες
λέγειν
λέγουσαι
λέγω
λέγω usw
λέκις
λέκος
λέκτο
λέκτρον
λέληθα
λέληκα
λέλοιπα
λέλουμαι
λέλᾱκα
λέμβος
λέμφος
λέξις
λέξομαι
λέος
λέπας
λέπος
λέπρα
λέπῡρον
λέπω
λέσχη rhod
λέχεται
λέχος
λέχριος
λέχρις
λήγω
λήθη
λήθω
λήσω
λήτwρ
λήψομαι
λήω
λήϊτο
λίανHes
λίγα
λίγδα
λίγδην
λίγδος
λίγξ
λίζει
λίζουσι
λίην
λίθινα πρόθυρα Hes
λίθος Hes
λίκνον
λίμνη
λίναμαι
λίνον
λίξ
λίπα Akk
λίπος
   selp-
   leip-1
λίπτομαι
λίσπος
λίσσομαι
λίστρον
λίσφος
λίτανος
λίτομαι
λίχνος
λίψ
   leip-1
   leip-2
λόγινον
λόγος
λός
λόχμη
λόχος
λόω
λύ
λύ̄μη
λύ̄πη
λύγγι̯ω
λύγδην
λύγινος
λύγξ
   leuk-
   (s)leug-, (s)leuk-
λύγος
λύζω
λύθρον
λύκαινα
λύκη
λύκος
λύμην
λύρα
λύσις
λύσσα
λύτρον
λύττομαι
λύχνος
λύω
λύᾱ
λώβη
λώγη
λώπη
   lep-2
   aig-2
λώς
λώψ
λώϊον
λώϊστος
λᾆας
λᾆας und λᾆς
λᾆθος
λᾆνος
λᾆος
λᾆσθαι
λᾆϊγξ
λᾱ
   lē[i]-1 : ləi-
   lā-2
   k̂er-, k̂erə- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu-
λᾱκ
λᾱο-σσόος
λᾱου usw
λᾱρός
λᾱρῑνός
λᾱϊγκ
λᾱίᾱ
λᾷον
λᾳστάς
λῇτο
λῃστής
λῆμα
λῆν
λῆνος
λῆρος
λῆϝας
λῑμος
λῑμός
λῑτός
λῑτός und λί̄ς
λῖ
λῦμα
λῷστος
λῶμα
λῶπος


>>